λυγοδέσμαν

λυγοδέσμαν
λυγοδέσμᾱν , λυγόδεσμος
bound with willow-twigs
fem acc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λυγοδέσμαν — Λυγοδέσμᾱν , Λυγοδέσμη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγόδεσμος — λυγόδεσμος, η, ον, δωρ. θηλ. α (Α) 1. δεμένος, περιτυλιγμένος με κλαδιά λυγαριάς 2. (το θηλ. στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) ἡ Λυγοδέσμα προσωνυμία τής Αρτέμιδος στη Σπάρτη («καλοῡσι δὲ οὐκ Ὀρθίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ Λυγοδέσμαν τὴν αὐτὴν ὅτι ἐν θάμνῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”